- αγκύλη
- η1) локтевой (или коленный) сгиб; 2) мор. петля (на конце троса, каната); 3) πλ. квадратные скобки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀγκύλη — bend of the arm fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀγκύλος crooked fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύλῃ — ἀγκύλη bend of the arm fem dat sg (attic epic ionic) ἀγκύλος crooked fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκύλη — Δήμος της Αιγηίδας φυλής στην αρχαία Αθήνα. Με το ίδιο όνομα υπήρχε και προάστιο της πόλης. * * * η (Α ἀγκύλη) [ἀγκύλος] νεοελλ. συνήθως στον πληθ. οι αγκύλες 1. τα τυπογραφικά σημεία [], μέσα στα οποία τίθεται παρενθετικά τμήμα τού λόγου 2.… … Dictionary of Greek
αγκύλη — η 1. η κλείδωση του μπράτσου ή του γονάτου. 2. στον πληθ., οι αγκύλες, σημεία στίξης ισοδύναμα περίπου με την παρένθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγκύληι — ἀγκύλῃ , ἀγκύλη bend of the arm fem dat sg (attic epic ionic) ἀγκύλῃ , ἀγκύλος crooked fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύλαι — ἀγκύλη bend of the arm fem nom/voc pl ἀγκύλᾱͅ , ἀγκύλη bend of the arm fem dat sg (doric aeolic) ἀγκύλος crooked fem nom/voc pl ἀγκύλᾱͅ , ἀγκύλος crooked fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκυλῶν — ἀγκύλη bend of the arm fem gen pl ἀγκυλόω crook pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀγκυλόω crook pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀγκυλόω crook pres part act masc nom sg ἀγκυλόω crook pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύλαις — ἀγκύλη bend of the arm fem dat pl ἀγκύλος crooked fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύλαισιν — ἀγκύλη bend of the arm fem dat pl (epic ionic aeolic) ἀγκύλος crooked fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύλην — ἀγκύλη bend of the arm fem acc sg (attic epic ionic) ἀγκύλος crooked fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγκύλης — ἀγκύλη bend of the arm fem gen sg (attic epic ionic) ἀγκύλος crooked fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)